- ἀναποδέχομαι
- ἀναπο-δέχομαι,A take responsibility for,
θυσίαν Inscr.Magn.61.56
(dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσίαν Inscr.Magn.61.56
(dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek